νορλευκίνη

νορλευκίνη
η
(βιοχ.) κοινή ονομασία τού αμινο-2-εξανοϊκού οξέος, ισομερούς τής λευκίνης και τής ισολευκίνης με κανονική αλυσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο, πρβλ. αγγλ. norleucine < nor- (< normal «κανονικός») + leucine (< λευκός + κατάλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”